- τρισαλίμονο
- επιφ., πολλές φορές αλίμονο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρισαλίμονο — Ν επιφών. τρεις φορές αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + αλίμονο] … Dictionary of Greek
τρισαλί — επιφ., τρισαλίμονο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)